Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Αν. Τασούλας παρέστη στην επετειακή εκδήλωση για τα 100 χρόνια από την ίδρυση του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης που πραγματοποιήθηκε χθες στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης.
Ακολουθεί η ομιλία του κυρίου Τασούλα:
Με ιδιαίτερη χαρά και συγκίνηση βρίσκομαι σήμερα κοντά σας για να γιορτάσουμε τα εκατό χρόνια από την ίδρυση του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ενός ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος η ιστορία του οποίου συμβαδίζει με την πολυκύμαντη σύγχρονη ιστορία της χώρας μας. Σ’ αυτή την πόλη όπου «λάμπουν εκστατικά τα ερείπια» καθώς έγραψε ο Θεσσαλονικεύς ποιητής Τόλης Νικηφόρου, «αψίδες, μακεδονικά κτερίσματα/ τάφοι και εκκλησιές βυζαντινές μέσα στο χώμα/ φαντάσματα που ψιθυρίζουν μυστικά/ απ’ την αρχή του χρόνου», το Πανεπιστήμιο προάσπισε ιδέες, αξίες και θεσμούς που ταυτίζονται με την παράδοση και τα οράματα του ελληνισμού, ενώ ταυτοχρόνως αποτέλεσε κορυφαίο ακαδημαϊκό και ερευνητικό θεσμό, εκκολαπτήριο σπουδαίων επιστημόνων – είδαμε μόλις τώρα λίγους από αυτούς – μοχλό ανάπτυξης για την κοινωνία, την οικονομία και τον πολιτισμό, εξωστρεφή κόμβο καινοτομίας, όχημα δυναμικής μεταβάσεως στο μέλλον.
Από την επαύριο των Βαλκανικών Πολέμων, όταν ο διάσημος μαθηματικός και καθηγητής σε γερμανικά πανεπιστήμια Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή πρότεινε την ίδρυση Πανεπιστημίου στη Θεσσαλονίκη ως την ένθερμη υιοθέτηση της ιδέας από τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου – παρ’ ότι η βραχύβια κυβέρνησή του δεν πρόλαβε να την υλοποιήσει – η αναγκαιότητα δημιουργίας ενός Πανεπιστημίου στην πόλη κατέστη αδιαμφισβήτητη. «Επιβάλλεται η ίδρυσις του Πανεπιστημίου εις την Θεσσαλονίκην διά να δοθή πνευματική ώθησις εις τας βορείους επαρχίας, να τονωθεί το εθνικόν φρόνημα και να δείξει το κράτος την εξαιρετικωτάτην σημασίαν την οποίαν αποδίδει εις τας επαρχίας ταύτας» διαβάζουμε στην Εφημερίδα των Βαλκανίων. «Το Ίδρυμα θα αποτελέσει το πνευματικό και αναμορφωτικό κέντρο της αναγεννημένης Ελλάδος». Ο υπουργός Παιδείας και Εκκλησιαστικών στην κυβέρνηση Παπαναστασίου, Ιωάννης Λυμπερόπουλος, εισάγει το θέμα προς ψήφιση στη Βουλή στις 8 Ιουλίου 1924, τονίζοντας ότι το νέο Πανεπιστήμιο δεν θα υστερεί «κατ’ ουδέν του παραδεδεγμένου κλασικού τύπου των πανεπιστημίων» ενώ θα περιλαμβάνει σχολές και κλάδους των τεχνικών εφαρμοσμένων επιστημών, «οίτινες θεωρούνται σήμερα απαραίτητοι διά μίαν χώρα προσαρμοσμένη εις τας συνθήκας του συγχρόνου πολιτισμού». Τελικά, ο ιδρυτικός νόμος ψηφίζεται στις 5 Ιουνίου 1925 από την κυβέρνηση Ανδρέα Μιχαλακόπουλου και επικυρώνεται από τον τότε Πρόεδρο Δημοκρατίας Παύλο Κουντουριώτη. Η πολιτική αστάθεια της περιόδου δεν επιτρέπει, ωστόσο, να προχωρήσει άμεσα η εφαρμογή του. Θα μεσολαβήσει η δικτατορία του Θεόδωρου Πάγκαλου, οι αναπόφευκτες αντεγκλήσεις και καθυστερήσεις, όμως η πρωτοβουλία δεν θα ναυαγήσει. Ο νόμος θα δημοσιευτεί στο φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως στις 22 Ιουνίου του 1925 και λίγους μήνες αργότερα το Πανεπιστήμιο θα λειτουργήσει παρά τις ελλείψεις σε εξοπλισμό και στέγη. Όλα έτσι ξεκινούν. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι τα θρανία και τους μαυροπίνακες τους κατασκεύασαν οι εκπαιδευόμενοι ξυλουργοί του Παπαφείου Ορφανοτροφείου!
Η ίδρυση του Πανεπιστημίου προσλαμβάνεται σαν δώρο από την πόλη, αποτελεί ωστόσο και ιστορική ανταπόκριση στις προκλήσεις της εποχής. «Ήρθε ως πνευματική απάντηση στο χαμένο όνειρο της Μεγάλης Ελλάδας, ως πνευματική αντίδραση στην πολιτική και στρατιωτική καταστροφή στη Μικρά Ασία το 1922», επισήμαινε ο αείμνηστος καθηγητής της Νομικής Σχολής του Α.Π.Θ. Ιωάννης Μανωλεδάκης. «Το κύμα των προσφύγων που κατέκλυσε την Ελλάδα, η άνοδος του εργατικού κινήματος και η ανασύνταξη των στρατιωτικών δυνάμεων μετά την καταστροφή απαιτούσαν ήδη εκσυγχρονιστικά μέτρα… Η ιστορική συγκυρία είχε τοποθετήσει το νεοσύστατο ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα ως προοδευτική αντίθεση στη συντηρητική θέση του αθηναϊκού κέντρου της επιστήμης». Ήταν εύλογη, λοιπόν, η συγκίνηση που επικράτησε στα εγκαίνια του Πανεπιστημίου στις 15 Νοεμβρίου 1926. «Το γεγονός τούτο είναι παμμέγιστον και διά την Ελλάδα και διά την Μακεδονίαν, ιδίως δι’ αυτήν, όπου εγκαινιάζεται και θεμελιώνεται μία νέα πνευματική ζωή, μία ζωή επάνω εις την οποίαν θα στηριχθή και από την οποίαν θα απορρεύσει, θα εκλάμψη, θα θριαμβεύση η εθνική ευημερία και η κοινωνική ισορροπία», διαβάζουμε στο πρωτοσέλιδο της 16ης Νοεμβρίου της εφημερίδας «Νεολόγος». Σε αντίστοιχα υψηλούς τόνους θα εξάρει τη σημασία του Πανεπιστημίου ο γενικός διοικητής Μακεδονίας Αχιλλέας Καλεύρας στην πανηγυρική του ομιλία: «Έχομεν ανάγκην ανθρώπων συγχρονισμένων. Έχομεν ανάγκην ιδιαιτέρου πολιτισμού. Έχομεν ανάγκην χαρακτήρων, Ελλήνων της ηθικής και ψυχικής συνοχής. Έχομεν ανάγκην σκαπανέων μιάς νέας Ελληνικής πίστεως, εκείνης την οποίαν ημπορεί να σφυρηλατήσει το Πανεπιστήμιον τούτο».
Εκατοντάδες ήταν αυτοί οι σκαπανείς, από τους πρώτους καθηγητές που επάνδρωσαν την σχολή η οποία λειτούργησε αμέσως μετά την ίδρυση του Πανεπιστημίου, την θρυλική Φιλοσοφική, προπύργιο του εκπαιδευτικού και φιλολογικού δημοτικισμού, έως τους επιγόνους τους που συνεχίζουν το έργο τους, στις ένδεκα πλέον Σχολές του Αριστοτελείου και τα σαράντα ένα τμήματά της. Από τον πρώτο Πρόεδρο, τον πατέρα της γλωσσολογίας Γεώργιο Χατζιδάκι ως τους 214 καθηγητές σας που κατατάχθηκαν πριν από μερικούς μήνες στο 2% των κορυφαίων ερευνητών παγκοσμίως από τον εκδοτικό οίκο Elsevier και το Πανεπιστήμιο Stanford των HΠΑ. Καθηγητές που συνδυάζουν εξειδικευμένες γνώσεις, επικοινωνιακές δεξιότητες, πάθος για τη διδασκαλία, ακαδημαϊκή ακεραιότητα. Καθηγητές που ενθαρρύνουν την κριτική σκέψη, τη δημιουργικότητα και την πρωτοτυπία, καινοτομούν στην έρευνα, δημιουργούν νέα γνώση.
Στον αιώνα που μεσολάβησε από το εναρκτήριο μάθημα σε ένα ακροατήριο μόλις 65 φοιτητών, στη βίλα Αλατίνι, πρώτη στέγη του ιδρύματος από το 1926 ως το 1927, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης διήνυσε μεγάλη απόσταση. Υπέστη και αυτό τις συνέπειες των αντιδημοκρατικών εκτροπών, του πολέμου και της κατοχής, των έκρυθμων πολιτικά περιόδων που ταλάνισαν την πατρίδα μας. Καθηγητές του διώχθηκαν, φοιτητές του συνελήφθησαν από τους Γερμανούς, βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν, σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο καθηγητής του συνταγματικού δικαίου Αριστόβουλος Μάνεσης, ο Δημήτρης Μαρωνίτης, ο Εμμανουήλ Κριαράς και άλλοι υπέστησαν τους κατασταλτικούς μηχανισμούς της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Ωστόσο, μετά την Μεταπολίτευση, στην πεντηκονταετή περίοδο δημοκρατικής ομαλότητας που διανύουμε, το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης ανασυγκροτήθηκε, προσφέροντας σημαντικές υπηρεσίες. Αρκεί να θυμηθούμε την συμβολή του Εμμανουήλ Κριαρά στην καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας του κράτους το 1976, έπειτα από εισήγηση του τότε Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων Γεωργίου Ράλλη. Ή το κορυφαίο γεγονός της ανακάλυψης στη Βεργίνα του τάφου του βασιλιά Φιλίππου Β’ από τον καθηγητή αρχαιολογίας του ΑΠΘ Μανόλη Ανδρόνικο και τους συνεργάτες του το 1977.
Ή την γόνιμη ανασκαφική δραστηριότητα στο Δίον και στην Πέλλα υπό την διεύθυνση των καθηγητών Δημήτρη Παντερμαλή και Ιωάννη Ακαμάτη αντιστοίχως και την επέκταση της αρχαιολογικής έρευνας στη Μακεδονία, την οποία ενθάρρυνε και ενίσχυσε ως πρωθυπουργός τότε, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Ο πολιτικός που διείδε το μέλλον της Θεσσαλονίκης και ιδιαιτέρως τον ρόλο και την ευθύνη του Πανεπιστημίου της και φρόντισε να επεκτείνει τις κτιριακές εγκαταστάσεις του και αργότερα να δημιουργήσει τη σύγχρονη πανεπιστημιούπολη, αυτό το μοναδικό τοπίο στον αστικό χώρο, το οποίο, σύμφωνα με τον ομότιμο καθηγητή στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Νικόλαο Καλογήρου “διατήρησε σε όλες τις φάσεις της πορείας του έναν καινοτόμο και νεωτερικό χαρακτήρα, αποτελώντας πεδίο αστικού και αρχιτεκτονικού εκσυγχρονισμού”. Ο ίδιος πολιτικός, ο οποίος απευθυνόμενος προς τους φοιτητές κατά την αναγόρευσή του ως επίτιμου διδάκτορα της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ στις 29 Οκτωβρίου 1991, μετουσίωνε σε θερμή προσλαλιά προς τους νέους την διδασκαλία του Αριστοτέλους περί παιδείας – τουτέστιν ότι ο πεπαιδευμένος άνθρωπος, ο πολιτικά ενεργός πολίτης και ο ενάρετος χαρακτήρας αποτελούν αδιάσπαστη ενότητα και θεμέλιο της ευδαίμονος πόλεως: “Η παιδεία”, είπε, “αυτή καθ’ εαυτήν σαν έννοια δεν είναι απλή συσσώρευση γνώσεων. Για να καρποφορήσει, πρέπει να κυριαρχείται από ιδέες που θα μεταγγίζουν στην ψυχή σας τα ιδανικά και τις ηθικές εκείνες αρχές που θα φωτίσουν και θα δώσουν νόημα και σκοπό στη ζωή σας. Η πείρα διδάσκει ότι στην ιστορία των ατόμων και στην ιστορία των εθνών τίποτε δεν είναι πιο ισχυρό από τη δύναμη των ιδεών. Όταν η δύναμη αυτή εκλείψει, τότε αρχίζει η παρακμή. Και η ζωή από αγωνιστική γίνεται στατική. Φροντίστε να κατακτήσετε και ν’ αξιοποιήσετε, τη δύναμη αυτή. Για να γίνετε αυτόνομοι, ακέραιοι και ελεύθεροι άνθρωποι και προπαντός να γίνετε υπεύθυνοι πολίτες που τόσο χρειάζεται σήμερα ο τόπος μας”.
Αν η ίδρυση του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης υπαγορεύθηκε από εθνικούς, πολιτισμικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς λόγους, τόσο για να παγιωθεί η πολιτισμική και εθνική ταυτότητα μιας διαφιλονικούμενης και υποβλεπόμενης από τους εκ βορρά γείτονές της, περιοχής της πατρίδας μας, όσο και για να δημιουργηθούν νέες γενιές επιστημόνων που θα συνέβαλαν δυναμικά όχι μόνο στην παραγωγική δραστηριότητα αλλά και στον εκσυγχρονισμό του κράτους το οποίο έβγαινε τραυματισμένο από την Μικρασιατική Καταστροφή, σήμερα το σπουδαίο αυτό ίδρυμα καλείται να ανταποκριθεί στις προκλήσεις μιας εντελώς νέας εποχής. Μιας εποχής τεχνολογικής έκρηξης που επανεκτιμά καθιερωμένες γνωστικές παραδοχές, προσδίδει νέα χαρακτηριστικά στη γνώση και εισάγει εναλλακτικούς τρόπους αξιολόγησης και αξιοποίησής της, μιας εποχής ριζοσπαστικών κοινωνικών, οικονομικών, περιβαλλοντικών ανακατατάξεων που επιβάλλει αλλαγές και στον ακαδημαϊκό χώρο.
Εκατό χρόνια από την ίδρυσή του και εβδομήντα ένα από την εποχή που μετονομάστηκε σε Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με εισήγηση του τότε πρύτανη καθηγητή της ιατρικής σχολής Μαρίνου Σιγάλα “εις ένδειξιν ευγνωμοσύνης προς τον Μέγαν Πανεπιστήμονα της Οικουμένης, τον Μακεδόνα Αριστοτέλην”, είναι ολοφάνερο ότι το ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα της πόλης προσαρμόζεται στη νέα εποχή, μετασχηματίζεται, συνδέεται με την αγορά εργασίας και διεθνοποιείται. Χωρίς ποτέ να απομακρύνεται, ωστόσο, από το ουσιαστικό νοηματικό περιεχόμενο της γνώσης, από τον πνευματικό της πυρήνα. Χωρίς να προσπερνά το συμπέρασμα του Αριστοτέλους στα «Πολιτικά» του: “ἔστι παιδεία τις ἣν οὐχ ὡς χρησίμην παιδευτέον τοὺς υἱεῖς οὐδ’ ὡς ἀναγκαίαν, ἀλλ’ ὡς ἐλευθέριον καὶ καλήν”. [υπάρχει παιδεία που πρέπει να διδάξουμε στους γιους μας, όχι επειδή έχει πρακτική σκοπιμότητα, ούτε επειδή είναι αναγκαία, αλλά επειδή είναι αντάξια ελεύθερων και ενάρετων πολιτών (μετ. Β. Μοσκόβη)].
Αυτό διαμορφώνει το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης έναν αιώνα τώρα, ελεύθερους και ενάρετους πολίτες και αυτό θα κάνει, κύριε Πρύτανη, από δω και πέρα που μπαίνει στον δεύτερο αιώνα της ζωής του. Κάθε επιτυχία.
Ευχαριστώ πολύ.