H Ruth Bader Ginsburg υπήρξε για μένα ένα από τα ισχυρότερα πρότυπα στα χρόνια που υπηρέτησα τη Δικαιοσύνη. Σήμερα, ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, εξακολουθώ να εμπνέομαι από την ακλόνητη δέσμευσή της στους θεσμούς και τους κανόνες, την πίστη της στον διάλογο, τον σεβασμό της προς τις απόψεις που απέκλιναν από τις δικές της και τη διαρκή προσπάθειά της να αναζητεί τις γόνιμες συγκλίσεις. Η επιμονή, το θάρρος, η παρρησία, με τα οποία η Notorious RBG, όπως ήταν το προσωνύμιό της, υπερασπίστηκε, ως μέλος του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ από το 1993 ως τον θάνατό της, τα δικαιώματα των γυναικών, των μειονοτήτων, τις φιλελεύθερες αξίες, τη δημοκρατία, είναι παροιμιώδη. Γνωστή ήδη από τη δεκαετία του ‘70 ως «ιέρεια της διαφωνίας», υπηρέτησε με ζήλο και συνέπεια το δικαστικό λειτούργημα. Οι γνώμες της, είτε ανήκαν στην πλειοψηφία είτε στη μειοψηφία των μελών του Δικαστηρίου, διακρίνονταν για τη νομική ακρίβεια και τη διαύγειά τους. Η Γκίνσμπεργκ ακτινοβολούσε αυτοπεποίθηση και νηφαλιότητα. Προσηλωμένη στους στόχους της, δεν επέτρεπε σε συναισθήματα όπως ο θυμός, ο φθόνος και η μνησικακία, να την αποπροσανατολίζουν, καταβροχθίζοντας, όπως συνήθιζε να λέει, την ενέργεια και τον χρόνο της. Υπήρξε μια «αιώνια μαθήτρια», που δήλωνε ότι «το διάβασμα διαμόρφωσε τα όνειρά μου και το περισσότερο διάβασμα με βοήθησε να κάνω τα όνειρά μου πραγματικότητα» και διατράνωνε τη βαθιά της πίστη «στη σημασία να ακούς και να μαθαίνεις από τους άλλους». Μια πεισματάρα νομικός που στρατεύτηκε με την πλευρά της προόδου, της ελευθερίας, της αυτοδιάθεσης, παροτρύνοντας τους πολίτες να αγωνιστούν γι’ αυτά που θεωρούν σημαντικά εμπνέοντας και τους άλλους με το παράδειγμά τους. Ήταν μια «ηθική δύναμη της φύσης», ενσάρκωση της ισορροπίας, της δικαιοσύνης και της αλήθειας.
Μέσα από το βιβλίο «Δικά μου λόγια» της Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ –αυτήν την ιδιαίτερη, εμψυχωτική, διασκεδαστική συλλογή με κείμενά της, από το πρώτο που δημοσίευσε στην εφημερίδα του σχολείου της, όταν ήταν μόλις δεκατριών ετών, ως τις ανακοινώσεις της από έδρας και τις ανασκοπήσεις των τελευταίων συνεδριάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ– προβάλλει ολοζώντανη μια αστραφτερή προσωπικότητα που συνδυάζει σωφροσύνη και ανάλαφρο χιούμορ, επιστημονική αυστηρότητα και εξαιρετική ικανότητα να απολαμβάνει τη ζωή σε όλες τις εκφάνσεις της. Αναγεννησιακή προσωπικότητα, μια femina universalis, θα συνδυάσει τις ιδιότητες της καθηγήτριας, της δικαστού, της αφοσιωμένης συζύγου και μητέρας, με εκείνες της πιστής των τεχνών –και ιδίως της όπερας– αλλά και του καλού φαγητού, χάρη στις εξαιρετικές μαγειρικές ικανότητες του επί 56 χρόνια «αγαπημένου συντρόφου ζωής και ακάματου εμψυχωτή» της, του «σούπερ σεφ και συνεστιάτορα στα γεύματα που παρατίθενται τρεις φορές τον χρόνο σε μια αίθουσα στο ισόγειο του Ανώτατου Δικαστηρίου», καθηγητή φορολογικού δικαίου Martin Ginsburg, μετά τον θάνατο του οποίου, το 2010, οι φίλοι του εξέδωσαν στη μνήμη του έναν τόμο με τις συνταγές του, με τίτλο «Chef Supreme: Martin Ginsburg». Στον Μάρτιν Γκίνσμπεργκ εξάλλου οφείλεται και η έξοχη προσωπογραφία της Ρουθ, η οποία περιλαμβάνεται στο βιβλίο, ένα κείμενο στο οποίο ο σύζυγός της, με χιούμορ και τρυφερότητα, εξαίρει την «ξεχωριστή ευφυία, την ορθή κρίση, την προσωπική θέρμη, την ακούραστη δουλειά» της συντρόφου του, αλλά και τον «επωφελή» –προφανώς και για τους δύο– γάμο τους.
Η ποικιλία των θεμάτων που θίγονται στο βιβλίο είναι εντυπωσιακή. Αναφορές στους δασκάλους της (ανάμεσα σε διαπρεπείς νομικούς, μνημονεύει ιδιαίτερα και έναν συγγραφέα, τον Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, τα μαθήματα του οποίου στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία παρακολούθησε στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ, γιατί με τη διδασκαλία του «άλλαξε τον τρόπο που έγραφε και τον τρόπο που διάβαζε»). Αποσπάσματα από το λιμπρέτο της κωμικής όπερας «Σκαλία/Γκίνσμπεργκ» του Ντέρικ Ουάνγκ, μια λυρική διαπραγμάτευση της ενδιαφέρουσας σχέσης της Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ με τον Άντονιν Σκαλία, εκπρόσωπο της συντηρητικής μερίδας του Ανωτάτου Δικαστηρίου αλλά στενό της φίλο, αφού, όπως επισήμανε στον θερμό, αποχαιρετιστήριο λόγο που εκφώνησε μετά τον θάνατό του, «ήμασταν διαφορετικοί, ναι, στον τρόπο που ερμηνεύαμε τα γραπτά κείμενα, αλλά ενωμένοι με τον βαθύ σεβασμό για το Δικαστήριο και για τη θέση του στο αμερικανικό σύστημα διακυβέρνησης». Συχνές αναφορές στην εβραϊκή καταγωγή της –παρά το γεγονός ότι δεν ήταν θρησκευόμενη– και στην πολιτισμική κληρονομιά του ιουδαϊσμού και την έμφαση που δίνει στην γνώση και στη δικαιοσύνη, όπως φαίνεται από την εντολή του Δευτερονομίου «Ζεντέκ, Ζεντέκ τιρντόφ», δηλαδή «δικαιοσύνη, δικαιοσύνη πρέπει να επιδιώκεις», η οποία, καθώς γράφει, ενσωματωμένη σε έργα τέχνης, κοσμεί «τρεις τοίχους κι ένα τραπέζι στο γραφείο μου στο Δικαστήριο». Μια ανάλαφρη και προσιτή περιγραφή της εσωτερικής λειτουργίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά και μια διάλεξη στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, για τα τρία χαρακτηριστικά ενός καλού δικαστή –«ανοιχτό μυαλό και αμεροληψία, συνείδηση των περιορισμών που επιβάλλει η ίδια του η επάρκεια και, πρωτίστως, των περιορισμών που προκύπτουν από τα προαπαιτούμενα που θέτει το ίδιο το συνταγματικό μας σύστημα». Ένα μεγάλο κομμάτι αφιερωμένο στις απόψεις της για τη δικαστική πράξη, που εστιάζει κυρίως στην αξία της διαφωνίας ως παράγοντα που γονιμοποιεί τον διάλογο μεταξύ των μελών του Δικαστηρίου. Τέλος, κείμενα που ρίχνουν φως σε ιστορικές προσωπικότητες οι οποίες παρέμειναν στην αφάνεια· γενναιόδωρα αφιερώματα στις πρωτοπόρες γυναίκες που άνοιξαν στην ίδια και στις επόμενες τον δρόμο προς τη νομική επιστήμη, όπως η Μπέλβα Αν Λόκγουντ –η πρώτη γυναίκα στην αμερικανική ιστορία που απέκτησε το δικαίωμα παράστασης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η πρώτη γυναίκα που αγόρευσε μπροστά στους εννέα Ανωτάτους Δικαστές, η πρώτη γυναίκα που έθεσε υποψηφιότητα για την προεδρία των ΗΠΑ– ή «το πρόσωπο του φεμινισμού», το ίνδαλμα του κινήματος για την απελευθέρωση των γυναικών Γκλόρια Στάινεμ, που εργάστηκε άοκνα ώστε να γίνει η Αμερική «ένας πιο ασφαλής, γεμάτος ευκαιρίες, πιο ευτυχισμένος τόπος για τα κορίτσια και τις γυναίκες».
«Όταν μεγάλωνα εγώ», γράφει η Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ, «οι άντρες δικαστές και δικηγόροι διακατέχονταν γενικά από αυτό που οι Γάλλοι λένε idée fixe, την ακράδαντη πεποίθηση ότι οι γυναίκες δεν κάνουν για τη δικηγορία, και, βέβαια, ούτε για τα δικαστικά έδρανα. Αλλά, όπως αποκαλύπτουν αρχαία κείμενα, αυτό δεν ισχύει κατ’ ανάγκη». Αντλεί τα παραδείγματά της από τις «Ευμενίδες» του Αισχύλου –όπου η Παλλάς Αθηνά, θεά της λογικής και της δικαιοσύνης, συγκροτεί δικαστήριο για να δικάσει τον Ορέστη, «εγκαθιδρύοντας έτσι το κράτος δικαίου στη θέση του βασιλείου της αντεκδίκησης»– αλλά και από το βιβλίο των Κριτών της Παλαιάς Διαθήκης, όπου πρωταγωνιστεί η προφήτις, κριτής, στρατιωτική ηγέτις Δεββώρα, η οποία ενέπνεε την Ρουθ από τα παιδικά της χρόνια. Και τα ενισχύει με την παράθεση των λαμπρών σταδιοδρομιών γυναικών που εκτέθηκαν «στην άγρια και ταραχώδη θάλασσα της μαχόμενης δικηγορίας» και όχι μόνο δεν πνίγηκαν στα κύματά της, αλλά διέσωσαν πολλούς με την ικανότητά τους να πείθουν.
Τελειώνω με ένα μικρό απόσπασμα από την πρώτη παράσταση της Γκίνσμπεργκ ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου εκ μέρους της Αμερικανικής Ένωσης για τα Πολιτικά Δικαιώματα, σε μια υπόθεση που αφορούσε διακρίσεις λόγω φύλου. Σημείωνε τότε: «Γυναίκες που επιδιώκουν να αποδεσμευτούν από το παραδοσιακό πρότυπο έρχονται αντιμέτωπες με όλη την προκατάληψη και την εχθρότητα που αντιμετωπίζουν τα μέλη μιας μειονότητας (…) Για τις γυναίκες που θέλουν να κάνουν επιλογές οι οποίες δεν χωράνε στις στερεοτυπικές αντιλήψεις του τι είναι προσήκον για μια γυναίκα, τις γυναίκες που δεν θέλουν να “προστατεύονται” αλλά θέλουν να αναπτύξουν τις ατομικές τους δυνατότητες χωρίς τεχνητούς περιορισμούς, οι κατηγοριοποιήσεις που ενισχύουν τους παραδοσιακούς ρόλους ανδρών-γυναικών δύσκολα γίνονται αντιληπτές ως “καλοήθεις”». Η Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ αγωνίστηκε με όλες της τις δυνάμεις για την κατάργηση αυτών των «ύποπτων», όπως τις ονόμαζε, κατηγοριοποιήσεων. Σε αυτήν οφείλεται η σταδιακή κατάργηση πολλών από τους ομοσπονδιακούς και πολιτειακούς νόμους της Αμερικής, που έθεταν σαφείς διαχωρισμούς μεταξύ των φύλων. Σε αυτήν οφείλεται η ενδυνάμωση των γυναικών στο πεδίο της, η ενθάρρυνση όλων των γυναικών, σε όλον τον κόσμο, να παλέψουν για την πλήρη και ίση άσκηση των δικαιωμάτων τους. Και μολονότι ο δρόμος που μένει να διανυθεί προς την ισότητα παραμένει μακρύς, η Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ εξακολουθεί και μετά θάνατον να βρίσκεται, με τα «δικά της λόγια», στην πρώτη γραμμή αυτής της πορείας.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ