Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου παρουσίασε το λεύκωμα «Προεδρία της Δημοκρατίας. Το άνοιγμα στην κοινωνία 2020-2025», σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε χθες στο Προεδρικό Μέγαρο.
Ακολουθεί ο χαιρετισμός της κυρίας Σακελλαροπούλου:
«Χαίρομαι πολύ που σας βλέπω όλους και όλες εδώ και σας ευχαριστώ για την παρουσία σας σε αυτή τη μικρή εκδήλωση που οργανώσαμε για να παρουσιάσουμε αυτό το βιβλίο. Το οποίο σκεφτήκαμε και σχεδιάσαμε με τους συνεργάτες μου και τώρα έχουμε τη χαρά να το βλέπουμε να υλοποιείται. Στόχος μας ήταν να αφήσουμε κάτι χειροπιαστό, ένα απτό τεκμήριο από αυτά τα πέντε χρόνια που να απεικονίζει όχι μόνο ένα μέρος όσων πραγματοποιήσαμε, αλλά τη γενικότερη αντίληψή μου για τη θητεία μου στην Προεδρία, δηλαδή το άνοιγμα στην κοινωνία – αυτό που περισσότερο με ενδιέφερε.
Το έχω πει αρκετές φορές, ελπίζω και πιστεύω ότι αναδείχθηκε και με τις δράσεις που κάναμε. Το άνοιγμα αυτό δεν αναφερόταν μόνο στην ουσιαστική απόδοση του κτιρίου σε αυτούς που πραγματικά ανήκει σε μια δημοκρατία, δηλαδή στους συμπατριώτες μας, στους συμπολίτες μας, αλλά αφορά και τον ίδιο τον θεσμό.
Επιδίωξα τη διεύρυνση των ορίων του, προσπαθώντας να κάνω τους Έλληνες να νιώσουν ότι εδώ βρίσκεται ένας δικός τους άνθρωπος, ότι μετέχουν στον θεσμό, ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν είναι ένα απόμακρο σύμβολο. Αυτό εν μέρει συνδέεται και με το άνοιγμα, την απόδοση του κτιρίου, μέσω των εκδηλώσεων που κάναμε. Όχι μόνο με την ελεύθερη πρόσβαση στον κήπο με τις συναυλίες και τις πολλές εκδηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν – λιγότερες δυστυχώς από όσες θέλησα, λόγω πανδημίας, αλλά και με δραστηριότητες μέσα στο κτίριο.
Αυτό ήταν το σκέλος που συνδέεται με την εξωστρέφεια, το ορατό κομμάτι της θητείας μου στο Προεδρικό Μέγαρο. Υπάρχει όμως και το αθέατο μέρος αυτής της δουλειάς, που και μόνο του θα μπορούσε να στηρίξει ένα λεύκωμα – θα άξιζε τον κόπο. Με τη βοήθεια κυρίως του Ειδικού Γραμματέα Νίκου Μανούρη, αλλά και όλων των συνεργατών μου, καθώς και του εργατοτεχνικού προσωπικού της Προεδρίας, έγινε αποκατάσταση ενός σημαντικού τμήματος του κτιρίου, το οποίο είχε μεγάλες φθορές. Είναι ένα κτίριο που έχει την ηλικία του, τα σπίτια γερνούν όταν τα αφήνουμε, και πραγματικά χαίρομαι γιατί έγινε μια σημαντική δουλειά, μέρος της οποίας αποτυπώνεται στο βιβλίο.
Ο λόγος που αναφέρθηκα στην εξωστρέφεια και επιμένω στο άνοιγμα στην κοινωνία είναι γιατί πραγματικά πιστεύω – είναι ακλόνητη πεποίθησή μου – ότι συνδέοντας τους πολίτες με την Πολιτεία ενισχύουμε την ίδια τη δημοκρατία. Έτσι ενισχύεται, όταν υπάρχει εμπιστοσύνη και από τις δύο πλευρές και επικοινωνία, έστω και με μικρές συμβολικές κινήσεις, ώστε να μη νιώθει κανείς τόσο έντονα την απόσταση.
Θα ήθελα λοιπόν να ευχαριστήσω όλους τους συνεργάτες μου. Ανέφερα ήδη τον Νίκο Μανούρη. Δεν χρησιμοποιώ συχνά τη λέξη “υπερήφανη” γιατί τη βρίσκω υπερβολική, αλλά καμαρώνω και χαίρομαι γιατί όλοι, από τον πιο στενό μου, τον σύντροφό μου, μέχρι και όλους τους συνεργάτες μου, έχουν ένα χαρακτηριστικό που τους τιμά – τη σεμνότητα – κάτι που χαίρομαι πολύ όποτε το ακούω στα ταξίδια και στην επικοινωνία που έχω με πολύ κόσμο. Δεν θα τους αναφέρω ονομαστικά αυτή τη στιγμή, καθώς μιλάμε μόνο για το βιβλίο και όχι για όλα όσα κάναμε σε αυτά τα πέντε χρόνια. Όμως δεν μπορώ να μην αναφερθώ στον Θανάση και τη Μαρίνα Μαρτίνου, που με την ευγενική τους στήριξη και τη γενναιοδωρία τους, μέσω της Αστικής Μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας Πολιτιστικού και Κοινωφελούς Έργου “Αιγέας”, κατέστησαν δυνατή την υλοποίηση αυτού του βιβλίου.
Δούλεψαν πολλοί και στις διορθώσεις και στις αρχικές ιδέες. Το βιβλίο έχει ενδιαφέρον – θα μας τα εξηγήσει καλύτερα στη συνέχεια η Κατερίνα Σχινά. Οι φωτογραφίες είναι σε μεγάλο βαθμό έργο του Θοδωρή Μανωλόπουλου, καθώς πρόκειται για έναν συνδυασμό λευκώματος και κειμένων. Δεν είναι φυσικά, προς Θεού, τα απομνημονεύματά μου ή ό,τι άλλο χαριτωμένο διάβασα ότι θα παρουσιάσουμε σήμερα, αλλά ένα λεύκωμα που περιέχει κείμενα που έχουν την αξία τους.
Τον σχεδιασμό και την επιμέλεια – την ευχαριστώ γι’ αυτό – είχε η Βάσω Αβραμοπούλου. Την καλλιτεχνική επιμέλεια, τη συνολική επιμέλεια όμως, την είχε μια στενή μου συνεργάτιδα, με την οποία γνωριζόμαστε όσα είναι τα χρόνια της Μεταπολίτευσης, από το πρώτο έτος της Νομικής, το 1974, η Κατερίνα Σχινά. Χαίρομαι που την είχα δίπλα μου όλα αυτά τα χρόνια, για τη στενή μας συνεργασία και για την επιμέλεια του βιβλίου. Την ευχαριστώ κι αυτήν πολύ και θα της δώσω στη συνέχεια τον λόγο για να μιλήσει ειδικότερα για το λεύκωμα, μιας και το φρόντισε».