Κύριε Νομάρχα,
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τη φιλοξενία την οποία μας προσφέρετε και για το γεγονός ότι είχατε την καλωσύνη να με καλέσετε να συνεορτάσω μαζί σας αυτή τη σπουδαία επέτειο.
Μια επέτειο, η οποία δημιουργεί στην καρδιά μας τόσα πολλά αισθήματα που για μένα τουλάχιστον και τις δικές μου περιορισμένες ικανότητες είναι δύσκολο να επιλέξει κανείς ορισμένα να τα προβάλει σε μια σύντομη προσφώνηση την οποία μπορεί να κάνει.
Σεβασμιώτατε, εσείς ξέρετε ότι γίνονται θαύματα, δεν έχετε αμφιβολία. Γιορτάζομε και σήμερα ένα θαύμα και έτσι συνειδητοποιούμε όλοι ότι πράγματι θαύματα γίνονται και στην ιστορία και στη ζωή των ανθρώπων και των εθνών. Μήπως δεν είναι θαύμα αυτό που έγινε στα Δωδεκάνησα και κατ επέκτασιν σ όλη την Ελλάδα, έπειτα από μια περίοδο σκλαβιάς, αιώνων ολοκλήρων, πώς μπόρεσε αυτός ο λαός να επιβιώσει; Να επιβιώσει κάτω από δυσκολίες οικονομικές, βιοτικές, κάτω από δυσκολίες πολιτικές σκληρότατες, κάτω από δυσκολίες δυναστικές, που οι δυνάστες είχαν σαν σκοπό να μεταβάλουν αυτόν τον τόπο εξ ολοκλήρου και όχι μόνο να τον καταστήσουν δικό τους, αλλά να αλλάξουν τις καρδιές των ανθρώπων. Και οι καρδιές των ανθρώπων αντιστάθηκαν.
Να το θαύμα. Οφείλεται πάντοτε στη δύναμη της ψυχής των ανθρώπων, στο πατριωτικό φρόνημα, στη θέληση να θυσιάσει κανείς τα πάντα, αν θυμάμαι καλά το έγγραφο που μας διαβάσατε των προκρίτων της Σύμης, που έλεγαν ότι θυσιάζουν τη ζωή τους, θυσιάζουν την περιουσία τους και ο,τιδήποτε άλλο είναι δυνατόν να θυσιαστεί το θυσιάζουν χωρίς κανέναν δισταγμό. Γιατί; Για την πατρίδα και για την πίστη.
Αυτό το θαύμα γιορτάζομε σήμερα και πρέπει να αναλογισθούμε όχι μόνο σε ποιους το χρωστάμε, αλλά τι χρωστάμε και εμείς σ αυτούς. Ώστε δεν χρωστάμε τίποτα, επειδή πέρασαν μερικά χρόνια και έχουμε την ευκαιρία σήμερα να συνεορτάζομε σ αυτή τη θαυμάσια αίθουσα, να έχουμε παρακολουθήσει την ωραιότατη παρέλαση, τις ωραιότατες εκδηλώσεις του θεάτρου, πέραν της παρουσιάσεως του αρχείου της Δωδεκανήσου, τους ωραίους χορούς, τα ωραία τραγούδια, δεν χρωστάμε τίποτα σ αυτούς που θυσίασαν τη ζωή τους; Μόνον απλώς τη σκέψη μας να την αφήσουμε λίγο να περιπλανηθεί σ εκείνα τα παλιά χρόνια, να μπορέσουμε να προσεγγίσουμε τις οικογένειες που διαλύθηκαν, τους ανθρώπους που σκοτώθηκαν, τις περιουσίες που χάθηκαν, τη δυστυχία που επικράτησε και αυτό θα είναι το καθήκον μας; Θα το έχουμε εκπληρώσει;
Πιστεύω ότι όχι, αγαπητοί φίλοι. Το καθήκον συνεχίζεται και σήμερα υπό άλλη μορφή. Και τα θαύματα πρέπει να γίνονται και στις σημερινές εποχές, έστω και αν είναι εποχές που δεν τα αντέχουν εύκολα ή δεν πείθονται εύκολα ή δεν τα πιστεύουν εύκολα.
Και ποιο είναι αυτό που πρέπει να κάνουμε για να ανταποκριθούμε στις προσδοκίες όλων εκείνων; Και όχι μόνο των παλαιών ανθρώπων, από τους οποίους απέχουμε πολλές γενεές. Tων πατέρων σας και εσάς των ιδίων, που πολλοί από σας εγνώρισαν αυτή τη σκλαβιά.
Έχουμε υποχρέωση να ανταποκριθούμε στους πόθους τους και στις προσδοκίες τους. Δεν αγωνίστηκαν μόνο για να αποκτήσουν τη λευτεριά τους. Αγωνίστηκαν αυτή τη λευτεριά τους να τη ζήσουν κατά τον τρόπο που η ίδια η ελευθερία επιβάλλει, με τρόπο αξιοπρεπή, με τρόπο συμφέροντα στον τόπο και συμφέροντα για τους ίδιους, τόπο και τρόπο ανταποκρινόμενο στα παλιά και στα νεότερα καθήκοντα, τα οποία εκείνοι εξεπλήρωσαν.
Πρέπει να δείξουμε ότι μπορούμε να ζούμε εν δημοκρατία. Για τη δημοκρατία αγωνίστηκαν εκείνοι, για έναν τρόπο ζωής που επιτρέπει στον ελεύθερο άνθρωπο να κρίνει και να αποφασίζει για τα δικά του θέματα, ένα τρόπο ζωής τον μόνο δυνατό και αρμόζοντα σε ανθρώπινες υπάρξεις, που του επιτρέπει να αναπτύσσει όλες τις δραστηριότητές του και συγχρόνως να αυτοδεσμεύεται. Διότι η ελευθερία δεν είναι συνώνυμη της απόλυτης άναρχης ελευθερίας, η οποία παύει να είναι ελευθερία, αλλά είναι συνώνυμη της αυτοδεσμευόμενης ελευθερίας, η οποία ρυθμίζεται από τη μεγαλύτερη ανθρώπινη αρετή, της οποίας τον ορισμό δεν μπόρεσαν να δώσουν οι αρχαίοι φιλόσοφοι, της έδωσαν πολλούς ορισμούς, χωρίς κανένας από αυτούς να εκφράζει πραγματικά την έννοια, τη σπουδαία, της δικαιοσύνης.
Οφείλουμε να ζήσουμε εν δικαιοσύνη και σ αυτή την έννοια εκφράζονται και περιέχονται όλες οι αρετές. Και αυτή η αρετ
ή της δικαιοσύνης υποχρεώνει όλους να συμπεριφέρονται κατά τρόπο που να είναι χρήσιμος για τον πλησίον τους, χρήσιμος για τους ίδιους και χρήσιμος και καλός για τον τόπο.
Και καλούμεθα σήμερα να κάνουμε μία σύντομη αυτοκριτική και να δούμε εάν ζούμε εν δικαιοσύνη, εάν είμαστε χρήσιμοι για τον εαυτό μας. Όχι χρήσιμοι όπως πολλοί νομίζουν ότι πρέπει να είναι για τον εαυτό τους, να είμαστε χρήσιμοι για τον εαυτό μας ως άνθρωπο, να είμαστε χρήσιμοι ως πολίτες για τον τόπο μας, ως σκεπτόμενοι και δρώντες πολίτες για τον λαό μας.
Φοβούμαι ότι πολλά έχουν να γίνουν ακόμη στην Ελλάδα, προκειμένου να επικρατήσει αυτή η αρετή και να ανακράξουμε κάποια στιγμή ότι το θαύμα ολοκληρώθηκε. Το θαύμα λειτουργεί ακόμη, αλλά έχει μεγάλα περιθώρια. Και αυτή την έννοια της δικαιοσύνης, την οποία δεν τη λησμονούμε, μου θυμίσατε, κύριε Νομάρχα, με μια περικοπή της ομιλίας σας, ότι καλώς κάνουμε και την επικαλούμεθα και σε άλλες διαφορές. Διότι η δικαιοσύνη δεν λειτουργεί μόνο στις εθνικές κοινωνίες. Λειτουργεί και στις διεθνείς σχέσεις.
Και ας το ακούσουν άλλη μία φορά οι γείτονές μας, προς τους οποίους τρέφουμε φιλικά αισθήματα, ότι οποιεσδήποτε διαφορές που αυτοί προκαλούν, ή ανύπαρκτες ή υπαρκτές μόνο κατά τη δική τους επιθυμία, έχουν έναν μόνο τρόπο επιλύσεως. Δεν επιλύονται με πολιτικούς τρόπους τα προβλήματα που ηθελημένως δημιουργούνται για λόγους τους οποίους πολύ καλά γνωρίζουν. Επιλύονται μόνον από τη δικαιοσύνη, και τη δικαιοσύνη υπό στενότερη έννοια, αυτή την οποία μπορεί να εφαρμόσει η διεθνής κοινότης στα δικαστήρια και στα όργανα τα δικαιοδοτικά, τα οποία έχει ιδρύσει.
Όποτε, λοιπόν, θελήσουν, εάν νομίζουν ότι τα δικαιώματά τους τους επιτρέπουν ή τα υποτιθέμενα δικαιώματά τους τους επιτρέπουν να προσφύγουν στη δικαιοσύνη, εκείνη έχει τις θύρες ανοικτές. Και εμείς έχουμε τις καρδιές μας ανοικτές να τους θεωρήσουμε φίλους και συνεργάτες και να δεχθούμε την επίλυση αυτών των διαφορών με το μόνο δυνατό τρόπο.
Όλα αυτά και πάρα πολλά άλλα η σημερινή ημέρα μας κάνει να σκεπτόμαστε. Αλλά, επανέλαβα και προηγουμένως και θα το πω και τώρα, ότι και άλλα πολλά αισθήματα οι ιστορικές αυτές επέτειοι μας δημιουργούν, τα οποία δεν είμαι σε θέση όλα να τα αναλύσω ούτε να τα αναπτύξω. Αρκεί να σας πω ότι τα αισθάνομαι όπως τα αισθάνεσθε και εσείς. Αισθανόμαστε όλοι βαθύτατα τη συγκίνηση αυτών των επετείων, τη συγκίνηση του γεγονότος ότι η Δωδεκάνησος, αυτό το πολύτιμο κομμάτι του ελληνισμού, αυτό το πολύτιμο κομμάτι της αρχαίας, της μεσαιωνικής και της σύγχρονης Ελλάδος, εδώ και μερικές δεκαετίες, τελευταίο κομμάτι σκλαβωμένης γης που ελευθερώθηκε, προσήλθε στις αγκαλιές της μητέρας Ελλάδος. Άνοιξε την αγκαλιά της η Ελλάδα να προλάβει όσα παιδόπουλα μπορούσε να κλείσει μέσα της, όσα ήταν δυνατόν, υπήρχαν και άλλα, και έκλεισε τελευταία τη Δωδεκάνησο.
Είμαστε υπερήφανοι για το γεγονός ότι σήμερα δεν γιορτάζει μόνον η Δωδεκάνησος, αλλά γιορτάζουν οι καρδιές όλων των Ελλήνων και θέλω να εκφράσω την ευγνωμοσύνη του έθνους προς τους Δωδεκανησίους για την πατριωτική υπομονή και επιμονή τους, για την πατριωτική αντίσταση, για την πατριωτική υπερηφάνεια, για την πατριωτική αξιοπρέπεια την οποία επέδειξαν, αλλά και για τη σημερινή συμπεριφορά τους που με τον τρόπο με τον οποίο πολιτεύονται, δρουν, αναπτύσσονται και εν πολιτισμώ διαβιούν, βοηθούν όλο τον τόπο.
Ας πιούμε, λοιπόν, στην υγεία όλου του Δωδεκανησιακού λαού. Κύριε Νομάρχα και στη δική σας, βεβαίως, αλλά κυρίως στους απογόνους εκείνων οι οποίοι πραγματοποίησαν το θαύμα το οποίο ανέφερα προηγουμένως. Στην υγειά σας.