Κύριε Δήμαρχε,
Σας ευχαριστώ θερμά για την εγκάρδια υποδοχή και την ευγενική σας πρόσκληση, την οποία πέρυσι – ήταν και μία επέτειος ακριβώς 180 ετών από την έκρηξη της Επαναστάσεως – δεν μπόρεσα να αποδεχθώ .
Κύριε Νομάρχα, θέλω να ευχαριστήσω και εσάς για τους ευγενικούς σας λόγους οι οποίοι πάντοτε με τιμούν εξαιρετικά.
Σεβασμιώτατε, με πολλή μεγάλη χαρά συνεορτάσαμε με την παρουσία σας αυτή τη σπουδαία επέτειο, την οποία ελάμπρυνε ο θαυμάσιος λόγος σας. Κύριε καθηγητά, θέλω να σας συγχαρώ για τα αισθήματα τα οποία θίξατε, για τη συγκίνηση την οποία μας προκαλέσατε και να σας βεβαιώσω ότι κανείς δεν λησμονεί τη Μάνη.
Δεν ξέρω αν υπάρχουν ιστορικοί οι οποίοι αναγνωρίζουν τη σπουδαιότητα αυτής της ημέρας, της 17ης Μαρτίου, αλλά στην ψυχή των Ελλήνων είναι πάρα πολύ γνωστή. Και σήμερα μπορεί να μην εορτάζουν όλες οι πόλεις και τα χωριά της Ελλάδος αλλά είμαι βέβαιος ότι η σκέψη των είναι μαζί μας. Γιατί ξέρομε ότι σήμερα ξεκινάει η Επανάσταση του 1821, από εδώ και από τα Καλάβρυτα.
Η Μάνη βέβαια ζούσε πολλούς αιώνες προηγουμένως. Η ανεξαρτησία της ξεκινάει από την εποχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Είναι βέβαιο ότι υπήρχε μια ενότητα ψυχής μεταξύ όλων εκείνων που ζούσαν σ αυτή την περιοχή, οι οποίοι εξέφραζαν με αυτόν τον τρόπο την επιθυμία τους να ζήσουν ελεύθεροι όπως και όλοι οι άλλοι Έλληνες, αλλά εδώ οι Μανιάτες το έδειχναν αυτό και με τη ζωή τους διευκολυνόμενα από τους γεωγραφικούς όρους οι οποίοι υπάρχουν σ αυτή τη λωρίδα γης, η οποία περιεβάλετο δεξιά και αριστερά από τη θάλασσα. Και σήμερα γιορτάζουμε αυτή τη λευτεριά που ξεκίνησε από εδώ και καταθέτοντας το στεφάνι στον ανδριάντα του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη να πω ότι από αυτό το γιαταγάνι ξεκίνησε η ελευθερία της Ελλάδας. Και έτσι είναι.
Αλλά τέτοιες σπουδαίες επετείους, όπως και η της 25ης που θα γιορτάσει όλος ο Ελληνισμός, που επελέγη όχι γιατί την 25η έγινε κάποια επαναστατική πράξη που υπερέβη την 17η Μαρτίου, αλλά γιατί επιτρέπει να εορτάζουμε θρησκευτική και εθνική εορτή.
Συγχρόνως πρέπει να συνειδητοποιούμε και να ομολογούμε τη μεγάλη ευγνωμoσύνη που οφείλομε σ αυτούς που σκοτώθηκαν, τραυματίστηκαν ή απλώς πολέμησαν εκείνα τα σπουδαία χρόνια. Σκεφτόμαστε άραγε πραγματικά μέσα από τα βάθη της καρδιάς μας το μέγεθος της ευγνωμοσύνης που χρωστάμε σ αυτούς τους ανθρώπους; Σκεφτόμαστε πραγματικά τη σπουδαιότητα της απόφασης που πήραν; Σήμερα είμαστε άραγε σε θέση να επαναλάβουμε αυτό το σύνθημα, εάν ο τόπος χρειασθεί να το πούμε; Ελπίζω ότι δεν θα χρειασθεί, αλλά δεν είναι εύκολο σε καιρούς ειρηνικούς, σε ώρες ηρεμίας, να μπορέσει κανείς να συνειδητοποιήσει τη σπουδαιότητα αυτού του λόγου, να μετέχει μαζί μ εκείνους στο μεθύσι το οποίο τους συνεπήρε για να υπερασπιστούν με το αίμα τους, με το σπαθί τους και με τους αγώνες τους την ελευθερία της Ελλάδος.
Αλλά αυτή η ευγνωμοσύνη θα έμενε χωρίς κανένα αποτέλεσμα εάν σήμερα δεν εκδηλώναμε με πράξεις αυτή την ευγνωμοσύνη, εάν σήμερα δεν υπήρχε υπενθύμιση στα δικά τους αισθήματα στη δική μας καρδιά και στη δική μας σκέψη. Και τι μας ζητάει αυτή η ευγνωμοσύνη, τι μας ζητά αυτός ο ψυχικός δεσμός που μας ενώνει μαζί τους. Τι μας ζητάει στους σημερινούς χρόνους να κάνουμε;
Να είμαστε βεβαίως πατριώτες, αλλά πατριώτες σαν και εκείνους; Ευτυχώς η Ελλάδα δεν μας ζητάει αυτή τη στιγμή να θυσιαστούμε για χάριν της. Αλλά μήπως δεν χρειάζεται ο πατριωτισμός, επειδή δεν μπορούμε να τον εκφράσουμε όπως τον εξέφρασαν εκείνοι; Ασφαλώς όχι. Απλώς άλλη είναι η έννοια του σημερινού πατριωτισμού και το περιεχόμενό του. Και σήμερα χρειάζεται αυτός ο πατριωτισμός αλλά πρέπει να πάρει άλλη μορφή. Και αυτή η μορφή είναι η επιτέλεση του καθήκοντός μας απέναντι στην πατρίδα, σε κάθε περίσταση, σε κάθε ευκαιρία, σε κάθε μέρα, σε κάθε στιγμή.
Και ποιες είναι αυτές οι εκδηλώσεις πατριωτισμού που μπορούμε εμείς οι Έλληνες να εκφράζουμε, να πραγματοποιούμε και να δείχνουμε ότι εξακολουθούν να κυριεύουν τις καρδιές μας. Πρώτα πρώτα θα μου επιτρέψετε να απευθυνθώ σε εκείνους που έχουν δώσει όρκο στην πατρίδα και αυτοί είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι δημόσιοι υπηρέτες, πολιτικοί και στρατιωτικοί, οι οποίοι αναλαμβάνοντας την υπηρεσία ορκίστηκαν ορισμένα πράγματα χάριν της πατρίδας. Έναν όρκο άλλωστε,
που τον έχουμε δώσει όλοι όσοι στρατευθήκαμε και ορκιστήκαμε να υπηρετούμε την πατρίδα καθ ον τρόπον ο όρκος αυτός προβλέπει και διερωτώμαι αν το κάνουμε, αν θυμόμαστε αυτόν τον όρκο και αν καθημερινά τον πραγματοποιούμε.
Μήπως, λοιπόν, καμιά φορά λησμονούμε το γενικό συμφέρον που εκφράζεται με τον πατριωτισμό, λησμονούμε τους όρκους και τις υποσχέσεις και σκεφτόμαστε πράγματα μικρότερα, πιο ανθρώπινα αλλά πιο μικρά, σκεφτόμαστε τον εαυτό μας και όχι το γενικό σύνολο, σκεφτόμαστε τη δική μας ωφέλεια και όχι της πατρίδος την ευτυχία; Σκεφτόμαστε διαφορετικά απ ότι ο όρκος, ο πατριωτισμός, η θυσία των προγόνων μας μας επιβάλλει; Αυτός ο όρκος πρέπει να μας οδηγεί και δεν πρέπει να τον λησμονούμε. Γιατί κάθε μέρα μπορούμε να αποδεικνύουμε ότι οι ενέργειές μας είναι ενέργειες χάριν της πατρίδας.
Ο καθένας από μας έχει ένα επάγγελμα, μια αποστολή. Πατριωτισμός σημαίνει αυτό το επάγγελμα, αυτή την αποστολή, αυτό το λειτούργημα να το εκτελείς καθ όν τρόπον ο πατριωτισμός, η αγάπη προς την πατρίδα επιβάλλει. Και γι αυτό πρέπει να ξαναρωτιόμαστε κάθε μέρα και κάθε επέτειο που ακόμη περισσότερο μας επιβάλλει τη διατύπωση του ερωτήματος: Είμαστε εντάξει μ αυτή την υποχρέωση; Είμαστε αντάξιοι των προγόνων μας όταν καθημερινά λειτουργούμε σε οποιοδήποτε χώρο, σε οποιαδήποτε θέση μας έχει τάξει είτε η δική μας επιθυμία είτε η τύχη;
Δεν θέλω να απαντήσω αυτή τη στιγμή και μάλιστα να απαντήσω βεβαιώνοντας ή αρνούμενος. Δεν έχω δικαίωμα να αρνηθώ της πατρίδος την αγάπη σε κανέναν. Απλώς θέλω να υπενθυμίσω ότι αυτή η μέρα είναι μια μέρα επανάληψης του όρκου των Μανιατών, της υποσχέσεως των Μανιατών και όλων των Ελλήνων.
Είθε ο Θεός να μας βοηθάει να εορτάζουμε κάθε φορά αυτή την επέτειο, είθε ο Θεός να μας βοηθάει να είμαστε συνεπείς στις υποχρεώσεις μας απέναντι σ εκείνους που δημιούργησαν την ελευθερία του έθνους.